- ὀθονιοπλόκος
- ὀθονιο-πλόκος, ὁ,A linen-weaver, PTeb.277 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οθονιοπλόκος — ὀθονιοπλόκος, ὁ (Α) αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνιον + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. στιχο πλόκος] … Dictionary of Greek
οθονιοποιός — ὀθονιοποιός, ὁ (Α) όθονιοπλόκος*, υφαντής λινών υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οθόνιον + ποιος*] … Dictionary of Greek